- φουλαριστό
- hızla, tamgaz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φουλαριστός — ή, ό επίρρ. ά 1. πλήρης, γεμάτος, κατάμεστος, φουλ: Το βαρέλι ήταν φουλαριστό με κρασί. 2. αυτός που πηγαίνει πολύ γρήγορα, που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα: Πέρασε ένα αυτοκίνητο φουλαριστό για Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)